Monday, May 21, 2007

Μουσική και Σημειογραφία





Δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε ότι η εξέλιξη της μουσικής από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας βρίσκεται σε άμεση σχέση με την εξέλιξη της μουσικής σημειογραφίας. Αισθητικές αναζητήσεις και καθαρά τεχνικοί λόγοι διαμόρφωναν συνεχώς νέες ανάγκες καταγραφής του μουσικού ήχου ώστε η αποκωδικοποίησή του, μέσα από την ερμηνεία, να γίνεται με τον ακριβέστερο τρόπο, σύμφωνα πάντα με την αισθητική προσέγγιση κάθε συνθέτη. Αλλιώς σημείωναν οι πρωτόγονοι, αλλιώς οι ιεροψάλτες, ο Μπαχ, οι ρομαντικοί, ο Λογοθέτης ή ο Λουτοσλάβσκι. Όλοι τους είχαν μια συνεπή αισθητική πρόταση. Η σημειογραφία ήταν μέσο, όχι αυτοσκοπός: Ο συνθέτης δηλαδή επιλέγει ένα νέο τρόπο καταγραφής της μουσικής, όχι για να πρωτοτυπήσει, αλλα απλά επειδή ο παλιός τρόπος δεν τον καλύπτει.

Στις μέρες μας το θέμα της μουσικής σημειογραφίας είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Πολλές φορές,
όχι πάντα φυσικά, μια ορθολογικά δομημένη παρτιτούρα, με την καταγραφή κάθε λεπτομέρειας, περιορίζει συνθέτη και ερμηνευτή σε ένα στεγνό και στείρο δρομο μουσικής αίσθησης. Γιαυτό αλλωστε σε όλες τις εποχές ο αυτοσχεδιασμός, σαν εναλλακτική λύση, λειτουργούσε σχεδόν απελευθερωτικά. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσοι κίνδυνοι ελλοχεύουν όταν ο συνθέτης προσπαθεί να καταγράψει κάθε φευγαλέα στιγμή της μουσικής του σκέψης και να την κλειδώσει με ακρίβεια στην παρτιτούρα, ώρες ή μέρες μετά. Ο τρόπος λοιπόν καταγραφής είναι ευθέως ανάλογος με τον τρόπο μουσικής σκέψης.

Η εικαστική προσέγγιση της μουσικής συνήθως δεν ενσωματώνει το χρόνο στη δημιουργία. Επομένως ένα έργο μπορεί να διεκπεραιώνεται στον ψευδοχρόνο μιας ωρολογιακής πραγματικότητας που πόρρω απέχει από την αναζήτηση μιας αισθητικής αλήθειας.
Οι γραφικές παρτιτούρες παρουσιάζουν άλλα προβλήματα που επικεντρώνονται κυρίως στην έλλειψη επαρκούς πληροφορίας. Για μια ακόμα φορά τα ίδια τα έργα ανοίγουν νέους
δρόμους στη μουσική σημειογραφία. Και βέβαια μιλάω για έργα που πειθουν με την αλήθεια τους αφού ο μοντερνισμός ως έννοια ουδέποτε δικαιώθηκε.

Στην αρχή του κειμένου παρέθεσα την παρτιτούρα από το έργο του Ανέστη Λογοθέτη Kollisionen σε ερμηνεία δική μου με την Συμφωνική Ορχήστρα της Βουλγαρίας (Λύρα, 2005). Παραθέτω επίσης τις επεξηγήσεις των συμβόλων που ο συνθέτης χρησιμοποιεί. Όπως θα διαπιστώσετε η παρτιτούρα χρησιμοποιεί πολυμορφική σημειογραφία.

Tuesday, May 15, 2007

Η ελληνική μουσική μετά τον Σκαλκώτα

Συνέχεια σχολίων για την ελληνική μουσική μετά τον Σκαλκώτα και μέχρι τις μέρες μας.

Monday, May 7, 2007

Τα μουσικά μας βιώματα κι οι εθνικές μας φαντασιώσεις

Στην αναγνώριση του έργου των καταξιωμένων συνθετών μας κρύβεται και μία (μία ακόμα) εθνική φαντασίωση. Για να προχωρήσουμε πέρα από τη μετριότητα καλό είναι να ξεκινήσουμε από την αναγνώρισή της. Χωρίς πλέγματα κατωτερότητας ή υπεροψία ας παραδεχτούμε ότι η καταξίωση των “μεγάλων μας” εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί περισσότερο την ανάγκη δημιουργίας και συντήρησης κάποιων, αναγκαίων ενδεχομένως, εθνικών προτύπων και μύθων παρά βασίζεται σε αμιγώς μουσικά κριτήρια.

Στην ουσία, ως έθνος στερηθήκαμε την εμπειρία σχεδόν όλης της περιόδου της κοινής ευρωπαϊκής μουσικής πρακτικής. Δεν μεγαλώσαμε μαζί με την Ευρώπη. Ακούγαμε γι’ αυτήν, αλλά ουσιαστικά τη συναντήσαμε ώριμη πλέον, λένε μάλιστα πως πρόκειται για την τρίτη ηλικία της. Στις δυτικές μας καταβολές υπάρχει ένα κενό αιώνων, κατά τη διάρκεια των οποίων οικοδομήθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός. H δόμηση του πολιτισμού αυτού μπορεί σήμερα να μελετάται από τους νεοέλληνες ως ιστορία, αλλά ποτέ δεν ενεγράφη ως βιωματική εμπειρία στο εθνικό μας DNA. Ξαφνικά, ο συμπατριώτης μας του δέκατου ένατου αιώνα ανακάλυψε τη φορεσιά του διαφωτισμένου Ευρωπαίου, τη ζήλεψε, κι αποφάσισε να φορέσει κουστούμι. Αλλά κατά το κοινώς λεγόμενο, τα ρούχα σπανίως καταφέρνουν να κρύψουν την καταγωγή. Η δική μας μουσική κληρονομιά προέρχεται κυρίως από συγγενείς μας στο Βυζάντιο, τα Βαλκάνια και τη Μικρασία. Και όπως θα περίμενε κανείς, οι πιο ευνοημένες κληρονόμοι ήταν η θρησκευτική, η δημοτική και η λαϊκή μας μούσα. Ο έτερος των κληρονόμων, ο λόγιος, που είχε τα μάτια στραμμένα στους Ευρωπαίους θείους παρέμεινε δυστυχώς φτωχός συγγενής! Όχι πως δεν υπήρχε κι εκεί τεράστια περιουσία να κληρονομήσει, αλλά εκεί υπήρχε και σκονισμένο χαρτομάνι, κι ογκώδεις φάκελοι που έπρεπε να μελετηθούν σε σκοτεινούς διαδρόμους κι έτσι ο προσανατολισμός έμοιαζε να βασίζεται σε οδηγό γραμμένο από τον Κάφκα. Επόμενο ήταν, οι δικοί μας, απροετοίμαστοι κι ανυποψίαστοι, μαθημένοι στο φως, ράθυμοι κι εξωστρεφείς να χάνονται πιο εύκολα σε κείνες τις δαιδαλώδεις στοές, όπου έχαναν συχνά και την ψυχή τους.

Με βαρύ ακόμα το στομάχι από το ιμάμ-μπαϊλντί τρέξανε να ανέβουν σε τρένα που έσερναν δυνατές γερμανικές ιταλικές και γαλλικές ατμομηχανές και τις περισσότερες φορές το μόνο που κατάφεραν ήταν να επιβιβαστούν λαχανιασμένοι σε καμιά σκευοφόρο. Απ’ αυτούς, αρκετοί έστρεψαν το βλέμμα πίσω, όχι από πραγματική αγάπη ή νοσταλγία για τα χώματα που έθρεψαν τις ρίζες τους, αλλά μάλλον ως θεατρική χειρονομία επίδειξης της εθνικής μουσικής τους ταυτότητας που από τότε λειτουργούσε και ως διαβατήριο. Στους έξω παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως πιστούς ακόλουθους του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που διέθεταν το επιπλέον το προσόν της απ’ ευθείας καταγωγής από τους αρχαίους θεμελιωτές του, πρόθυμοι πάντα να παζαρέψουν με ανατολίτικη πονηριά την τιμή του τοπικού φολκλόρ προσφερόμενου ως αντιπαροχή για μια θεσούλα στην πρωτοπορία. Στους μέσα επιδείκνυαν τους τρόπους και τον αέρα ενός ήδη Ευρωπαίου που παρέμενε όμως πάντα πατριώτης, μοστράροντας τους αδιάρρηκτους δεσμούς με την ντόπια παράδοση τόσο προκλητικά και αδέξια ώστε να διερωτάται κανείς τι ακριβώς είναι αυτό που επιζητά τη σύνδεση μ’ αυτή την παράδοση, τι υπάρχει στην προσκείμενη άκρη αυτού του δεσμού!

Οι ποικίλες συνιστώσες, δημώδεις, λαϊκές και βυζαντινές, αυτού που με μια λέξη περιγράφεται σήμερα ως ελληνική μουσική παράδοση ποτέ δεν αφέθηκαν να παίξουν τον πραγματικό τους ρόλο στη διαμόρφωση μιας πειστικής νεοελληνικής έντεχνης μουσικής πρότασης, όχι “εθνικής” σώνει και καλά, αλλά πάντως με αυθεντικότερα στοιχεία εντοπιότητας από εκείνα που προέβαλε η ομώνυμη σχολή. Έτσι, αντί να φτάνει στα αυτιά μας το αποτέλεσμα της αφομοίωσης των στοιχείων αυτών από το ατομικό και συλλογικό μας ασυνείδητο, μας σερβίρεται έκτοτε ως ελληνικότητα η συνειδητή έκθεση αυτούσιων παραδοσιακών θεμάτων που ούτε επηρεάζουν ούτε επηρεάζονται από τίποτα. Αντί να απολαμβάνουμε τα αρώματα από τη μακρόχρονη ωρίμανση των ντόπιων καρπών που αφήνουν αργά τις ουσίες τους να αλληλεπιδρούν με τα αποστάγματα της έντεχνης δυτικής μουσικής και την αμοιβαία μετουσίωσή τους σε πλουσιότερες νεοπαγείς μουσικές οντότητες ζήσαμε τη απαγωγή της ίδιας της παράδοσης από το φυσικό χώρο έκφρασής της, το μασκάρεμά της σε κυρία των σαλονιών και τη μεταφορά της στην αίθουσα συναυλιών παρουσιαζόμενης εν μέσω τελετουργιών που πάντα απαιτούν επίσημο ένδυμα.

Είναι συζητήσιμο το κατά πόσο η τεχνική επάρκεια είναι αρκετή για να περισώσει την ποιότητα έργων που βρέθηκαν τόσο κοντά στον ορισμό του "έθνικ"κιτς. Μια τέτοια επάρκεια συνήθως διασώζει μόνο το συνθέτη εφόσον πιστοποιείται μέσω ικανού αριθμού έργων του. Όχι όμως το ίδιο το υπό κρίσιν έργο. Και όντως υπάρχουν συνθέτες με τέτοια επάρκεια. Αλλά δυστυχώς αυτή δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί κάποιος μεγάλος. Ούτε τα εθνικά οράματα αρκούν από μόνα τους, ούτε βέβαια τα διεθνή βραβεία! Είναι η διεισδυτικότητα του ίδιου του έργου, πρώτα και κύρια σε βάθος και ύστερα σε πλάτος που έχει σημασία. Κι αυτή είναι ανάλογη όχι απλώς της ευστροφίας, της διάθεσης για διανοητικές περιπέτειες, της θεματικής του και της τεχνικής επιδεξιότητας που επιδεικνύεται αλλά και του πλούτου του ψυχικού φορτίου που το έργο φέρει.

Βέβαια αν αυτά αφορούσαν το δράμα της λεγόμενης εθνικής μας σχολής μόνο, τότε το κακό θα ήταν περιορισμένο. Το δυστύχημα είναι πως από την άλλη, πολλοί από τους Έλληνες συνθέτες που δεν περιέπεσαν στο συγκεκριμένο ολίσθημα, είναι και εκείνοι οι επιβάτες των τρένων της Ευρώπης οι οποίοι δεν καταδέχτηκαν να κοιτάξουν ποτέ πίσω, διαπίστωση που αποτελεί ίσως θέμα μιας πιθανής μεταγενέστερης συζήτησης, συναρτώμενης με όσα εδώ ελέχθησαν.