Saturday, October 6, 2007

Η τέχνη, το εφικτό και η τέχνη του εφικτού

Σε ένα ιστολόγιο προκύπτουν καμιά φορά ζητήματα θεματολογικά. Έχει συμβεί και εδώ. Έχει τεθεί και επανέρχεται το ερώτημα κατά πόσο συνάδει με τους προβληματισμούς ενός μουσικού ιστολογίου η συζήτηση για ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Για να απαντήσουμε σ’ αυτό αρκεί να δούμε ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ κάποιων ευγενών ατομικών δραστηριοτήτων όπως π.χ. οι μουσικές και καλλιτεχνικές, με κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές και γεγονότα. Υπάρχει κάτι που θα επέτρεπε εδώ τη συζήτηση περί εμπρησμών, σκανδάλων, εκλογικών διαδικασιών για τη νομή της εξουσίας, αλλαγής ηγεσιών; Έχει σχέση η τέχνη με την οικολογική συνείδηση των πολιτών, την κοινωνική και πολιτική τους συμπεριφορά, την πολιτική αντιπροσώπευση, τα ήθη; Απάντησα καταφατικά με το σκεπτικό ότι είναι όλα πολιτισμικές συνιστώσες, όπως ακριβώς είναι και το σύστημα αποχέτευσης (για τους όποιους συνειρμούς του αναγνώστη δεν έχει ευθύνη ο γράφων). Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι ο πολιτισμός.

Ένας πολιτισμός που έχοντας πάρει προ πολλού το δρόμο της παρακμής, τελευταία κοντοστέκεται αμήχανος γιατί η κατωφέρεια φαίνεται να αποκτά πλέον επικίνδυνη κλίση. Όμως τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά αφού ζούμε σε ένα καθεστώς εθελούσιας ετερονομίας ή ανοχής της. Έτσι, η μουσική μας έχει δύο επιλογές. Είτε να αποδεχτεί το ρόλο υπόκρουσης στη φαρσοκωμωδία του συστήματος που εξέθρεψε η φιλελεύθερη δημοκρατία και του οποίου κατέληξε θεραπαινίδα, είτε να ακουστεί από το βάθος παιζόμενη εκτός σκηνής. Διαμαρτυρόμαστε για την τύχη της κλασικής μουσικής και για τα παθήματα της τέχνης έχοντας οι ίδιοι αφήσει, να μην πω εκχωρήσει, σε επαγγελματίες της πολιτικής το προνόμιο της λήψης αποφάσεων που αφορούν τη δική μας ζωή, την οργάνωση και το περιεχόμενό της. Αποποιούμενοι το δικαίωμά και την υποχρέωσή μας στην αυτονομία δηλώνουμε θαυμαστές της Αθηναϊκής δημοκρατίας εκ του μακρόθεν. Και ασκούμε υπερήφανα το δικαίωμα να επιβραβεύουμε ή να τιμωρούμε τους εν λόγω επαγγελματίες κάθε 3-4 χρόνια, ή να τους προειδοποιούμε για το τι θα κάνουμε μετά από άλλα τόσα χρόνια αν δεν συμμορφωθούν. Η τιμωρία προβλέπει την αντικατάστασή τους με τους συναδέλφους τους από το άλλο κόμμα που περίμεναν, οι άνθρωποι, υπομονετικά τόσον καιρό να έρθει η σειρά τους. Πράξη που φυσικά εξαντλεί τις δυνατότητες πολιτικής παρέμβασής μας διότι στο παρόν σύστημα η ανά τετραετία ψήφος είναι το έσχατο όπλο της δημοκρατικής φαρέτρας.

Η άποψη ότι το σύστημα που στηρίζεται στον κοινοβουλευτισμό και την οικονομία της αγοράς είναι το μόνο βιώσιμο έχει κυριαρχήσει σε τέτοιο βαθμό που κάθε εναλλακτική πρόταση ή συζήτηση παρουσιάζεται περίπου ως άτοπη. Ο πολίτης έχει σκύψει το κεφάλι στη δήθεν νομοτέλεια, σε μια εγελιανής έμπνευσης αντίληψη περί ιστορικής δικαίωσης του υπαρκτού. Ότι υπερίσχυσε είναι τάχα και το σωστό αφού είναι αποτέλεσμα μιας αναπόδραστης διαλεκτικής σύνθεσης, της μιας και μόνης δυνατής! Έτσι, οι περισσότεροι φαίνονται –μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού- πεπεισμένοι ότι η οικονομία της αγοράς σφραγίζει το αναπόφευκτο τέλος της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας και ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το ύψιστο επίτευγμα της πολιτικής σκέψης και βούλησης, οι όποιες δε αδυναμίες της οφείλονται είτε σε κάποιες επιμέρους ελάσσονες δυσλειτουργίες είτε απλώς σε προσωπικά λάθη κάποιων ανάξιων πολιτικών.

Σπανίως βέβαια γίνεται συζήτηση για κάποιας μορφής αμεσότερη δημοκρατία. Για κάποιου τύπου αυτονόμιση, αυτοθέσμιση που θα οδηγούσε σε μια πειστικότερη μορφή δημοκρατίας. Κι όταν αυτό συμβαίνει, το λάιτ μοτίβ είναι ότι τέτοιου είδους ιδέες είναι ουτοπικές. Σκέφτομαι εδώ και μερικά χρόνια, πως αντίθετα, ουτοπική είναι η ιδέα ότι ένα σύστημα στο οποίο αντί η πολιτική να καθορίζει την οικονομία έχει αυτοκαταδικαστεί να είναι έρμαιό της, θα μπορούσε κάποτε να αφήσει ουσιαστικές δυνατότητες στη δημοκρατία. Έχω πειστεί ότι η Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα νομοτέλειας αλλά επιλογών. Υπάρχουν συνθήκες που προετοιμάζουν τις ιστορικές αλλαγές αλλά τόσο η διαμόρφωση των συνθηκών όσο και οι τελικές αποφάσεις στις σημαντικές καμπές της Ιστορίας έχουν να κάνουν με την ελεύθερη βούληση ανθρώπινων όντων. Απλώς νομίζω ότι εντός συγκεκριμένων πολιτικοοικονομικών συστημάτων και των αντίστοιχων περιόδων η ελευθερία επιλογών είναι περιορισμένη. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να έχουμε τη μουσική και την τέχνη που θέλουμε ή τις ευκαιρίες δημιουργίας που αξίζουμε μέσα σε συνθήκες ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, απλούστατα γιατί η αγορά καθορίζει τι και πώς θα διακινείται, τη δε δυναμική και κατεύθυνση της αγοράς δεν την καθορίζουν καν κάποιες πραγματικές καταναλωτικές ανάγκες, αλλά τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ. Όλο και περισσότερο πείθομαι πως δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού στα πλαίσια του συστήματος, αλλά ότι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε σύστημα. Είναι κάτι σαν τον σειραϊσμό αλλά από την ανάποδη. Εκεί προσπαθήσαμε να οργανώσουμε το υλικό αυτοπεριοριζόμενοι σε ασφυκτικά πλαίσια, ενώ στην πολιτικοοικονομική μας οργάνωση αφήσαμε την αγορά ασύδοτη και στο τέλος βρεθήκαμε να τρέχουμε πίσω της. Ο καθηγητής Τάκης Φωτόπουλος στην εισαγωγή του βιβλίου του «Περιεκτική Δημοκρατία» ισχυρίζεται ότι “οι κύριες διαστάσεις της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομική, οικολογική, πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική) όχι μόνο είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους, αλλά ότι μπορούν επίσης να αποδοθούν σε τελική ανάλυση στη συγκέντρωση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης που επιβάλλει το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης «δημοκρατίας».” [1] Και στο πρώτο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου σημειώνει: “από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί μια οικονομία της αγοράς, η ίδια της η δυναμική τείνει να υπονομεύει οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας μηχανισμών αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στην ηγεμονία της αγοράς και μετατρέπει την ίδια την κοινωνία σε μια κοινωνία της αγοράς.” [2] Ο Karl Polanyi μάλιστα θεωρεί πως η κοινωνία λειτουργεί ως εξάρτημα της αγοράς![3] Και στην περίπτωση του παραδείγματος του σειραϊσμού και της φιλελεύθερης ολιγαρχίας οι προσδοκίες μας γρήγορα διαψεύστηκαν. Αλλά από το πρώτο σύστημα δραπετεύσαμε. Τώρα μήπως ήρθε η ώρα να κάνουμε το ίδιο και με το δεύτερο; Διότι τι πιθανότητες έχει η διάδοση οιασδήποτε ποιοτικής μουσικής και τέχνης σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου τα αισθητικά κριτήρια είναι σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα αγοραία, εκεί που η πολιτική καταντάει οικονομισμός και οι πολιτιστικές επιλογές καθορίζονται και κρίνονται με όρους ανταποδοτικότητας; Σήμερα πλέον ακόμα και διαβόητοι καπιταλιστές κερδοσκόποι όπως ο George Soros διαπιστώνουν ότι “Οι μονεταριστικές αξίες αντιποιούνται ουσιαστικές αξίες και οι αγορές έχουν επιβάλει την κυριαρχία τους σε κοινωνικούς τομείς με τους οποίους δε θα έπρεπε κανονικά να έχουν σχέση[..] Στις λειτουργίες που δεν μπορούν και δε θα έπρεπε να καθοδηγούνται από τις δυνάμεις της αγοράς περιλαμβάνονται πολλά από τα σημαντικότερα ζητήματα στη ζωή του ανθρώπου, από τις ηθικές αξίες έως τις οικογενειακές σχέσεις, τα αισθητικά και πνευματικά επιτεύγματα. Παρά ταύτα ο φονταμενταλισμός της αγοράς προσπαθεί διαρκώς να επεκταθεί στους τομείς αυτούς με μια μορφή ιδεολογικού ιμπεριαλισμού.{από το άρθρο του «Ο καπιταλιστικός κίνδυνος» (1997)}. Τι άλλο πρέπει να ακούσουμε για να αντιληφθούμε ποια είναι τα περιθώρια ανάπτυξης του αμιγώς πνευματικού μέρους του πολιτισμού μας;

Από την άλλη μεριά αρχίζει να γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό ότι ο λόγος των πολιτικών αναβαπτίζεται διαρκώς στα ύδατα μιας ρητορείας που σκοπό έχει την στρογγυλοποίηση των εννοιών, την απαλοιφή αιχμηρών για το σύστημα νοημάτων. Άλλωστε ο καριερίστας πολιτικός πρέπει αργά ή γρήγορα να υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του αλλιώς σύντομα θα χρειαστεί να λογοδοτήσει άμεσα ή έμμεσα στο οικονομικό διευθυντήριο. Τόσο πιο επιτυχημένος ή υποσχόμενος είναι δε, όσο πιο ικανός αποδεικνύεται στον εξωραϊσμό και τη διαστρέβλωση της ωμής πραγματικότητας. Η υποχώρηση μπροστά στην οικονομική ισχύ και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ονομάζεται «ρεάλ πολιτίκ» (βασικά πρόκειται για τον αντίπαλο της ιδεολογίας), η περιβαλλοντική ναρκοθέτηση από ασύδοτους κερδοσκόπους βαφτίζεται τώρα «αειφόρος ανάπτυξη», το σκύψιμο του κεφαλιού καλείται «τήρηση εποικοδομητικής στάσης» κ.ο.κ. Στην πολιτική «τέχνη» το εφικτό, διαρκώς συρρικνούμενο, έχει πάρει πλέον μικροσκοπικές διαστάσεις. Γι’ αυτό και απασχολεί μόνο τους ειδικούς της πολιτικής σκηνής οι οποίοι φαίνεται ότι διαθέτουν τα κατάλληλα όργανα για να το παρατηρήσουν και να το περιγράψουν. Οι προτεραιότητες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλάζουν υπό την επιρροή ιδεολογημάτων όπως «ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» (δύο έννοιες συζητήσιμες σε έναν συνδυασμό που.. σκοτώνει). Δε θυμάμαι από ποιόν άκουσα πρόσφατα ότι οι πόλεμοι δε γίνονται για να κερδίζονται αλλά για να συνεχίζονται. Ειλικρινέστατος κυνισμός! Όπως και το ότι ελάχιστοι θα σε πάρουν στα σοβαρά αν αντί να μιλήσεις για συμφέροντα μιλήσεις για δικαιοσύνη ελευθερία ή ισότητα. Τέτοια οράματα θα ήθελαν να τα αφήσουμε σε προφήτες ή φιλοσόφους μιας και μοιάζουν όλο και περισσότερο να συγκροτούν βαθμηδόν μια κοινωνική μεταφυσική. Ελπίζουν ότι με τον καιρό θα αποτελέσουν απλώς μέρος του φαντασιακού μας από το οποίο σύντομα θα παραιτηθούμε. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης των πολιτευτών μας τους οδηγεί στο χλευασμό κάθε ιδέας που αμφισβητεί την προνομιακή (παρά την ενάντια ρητορεία) ενασχόλησή τους με τα κοινά.

Ωστόσο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κάποιων άλλων πολιτών τους οδηγεί σε διαφορετικούς δρόμους. Τέτοια παραδείγματα μοιάζουν να αποτελούν τα δίκτυα LETS (Local Exchange Trading Schemes) στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά την Αυστραλία και αλλού, που είναι δίκτυα ελεύθερης ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων στα πλαίσια της τοπικής κοινωνίας. Αλλά εκτός αυτών υπάρχουν ευτυχώς όλο και περισσότεροι πολίτες που όχι απλώς αμφισβητούν τις αξιακές προτεραιότητες της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά επιλέγουν ήδη έναν διαφορετικό τρόπο ζωής προσανατολισμένο στις δυνατότητες της τοπικής κοινότητας, τη στήριξη της τοπικής αγοράς και παραγωγής, τον περιορισμό της κατανάλωσης, τις φυσικές και βιολογικές καλλιέργειες τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τον περιορισμό έως και μηδενισμό της ρύπανσης και της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τις προσωπικές τους δραστηριότητες. Τέτοιες πρακτικές καθώς και ανάλογες πολιτικές προτάσεις , όπως η οργάνωση σε τοπικό επίπεδο, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων για τα κοινά μέσω της διαβούλευσης πρόσωπο με πρόσωπο αλλά και διαδικτυακά, ο οικολογικός ακτιβισμός και η δράση των ΜΚΟ έχουν αμφισβητηθεί κατά κόρον –ίσως δικαίως εν μέρει- αλλά δείχνουν μια βαθμιαία συνειδητοποίηση εκ μέρους των πολιτών των αδιεξόδων όπου οδηγείται πλέον ο καταναλωτικός πολιτισμός μας και την απορρέουσα ανάγκη και διάθεση επαναπροσανατολισμού του. Κατά τον Καστοριάδη η πολιτική είναι ζήτημα αυτοθέσμισης η δε κοινωνία χρειάζεται ριζική θέσμιση στην οποία πρέπει να συμμετέχει ολόκληρος ο πληθυσμός. “Εγώ πιστεύω ότι ο λαός δεν μπορεί να κυβερνηθεί παρά μόνος του. Ηγέτες με μια έννοια βέβαια πάντα θα υπάρχουν, κάποιος άνθρωπος θα έχει ίσως περισσότερα να πει ή περισσότερες ιδέες από τους άλλους, το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι ηγέτες να αναγράφονται από τη βάση τους, να είναι ανακλητοί, να μην ειδωλοποιούνται, να μη θεοποιούνται κ.τ.λ., συμφωνείτε; […] Αλλά αυτό το οποίο μπορεί να κάνει [καθένας], μπορεί να το κάνει μόνος του και τα όρια σ’ αυτό που μπορεί να κάνει καθορίζονται όχι αυθαίρετα από μια κυβέρνηση, αλλά όλο τον κόσμο και συμμετέχει και το ίδιο το άτομο στη ρύθμιση αυτών των ορίων. Αυτό είναι το βασικό όραμα και αυτό το όραμα πρέπει να συνοδεύεται από ένα άλλο, που ίσως είναι πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό, ότι πρέπει να εκθρονίσουμε από την οικονομία την παραγωγή και την κατανάλωση από την κεντρική θέση που έχουν σήμερα. “[4]

Η σχέση όλων των πιο πάνω πολιτικών ζητημάτων με την τέχνη είναι πολλαπλή. Η τέχνη είναι πολιτική δραστηριότητα με την έννοια της αντιπαράθεσης στην υπάρχουσα μιας άλλης πραγματικότητας. Η πραγματικότητα αυτή είτε ως σύλληψη ενός εντελώς νέου κόσμου -ακόμα και τόσο παράξενου όπως ο Tlön του Μπόρχες [5]- είτε ως καινοφανής ερμηνεία του υπάρχοντος μπορεί να ασκεί έμμεση κριτική ή να παρέχει οπτικές που συνδιαμορφώνουν την ιδεολογία. Ο καλλιτέχνης ως κύτταρο ενός κοινωνικοπολιτικού οργανισμού, τον επηρεάζει και επηρεάζεται απ’ αυτόν. Δεν ζει σε γυάλα όπως και δεν υπηρετεί σε κανένα μέτωπο αν και το καλλιτεχνικό έργο εμπνέει και εμπνέεται από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και αλληλεπιδρά με την κοινωνική κινητικότητα. “Υπήρξαν ηγέτες καλλιτεχνικών κινημάτων τα οποία επιχείρησαν να στηριχθούν στον κορμό μιας κοινωνικής και πολιτικής επανάστασης προκειμένου να επιβάλουν το δικό τους οικουμενικό όραμα.” αναφέρει η ιστορικός της τέχνης Νίκη Λοϊζίδη [6] Αλλά πιο κάτω σημειώνει […] η λογοτεχνική και καλλιτεχνική πρωτοπορία του 20ού αι. συμπεριφέρθηκε και ως μαχόμενη κοινωνική εμπροσθοφυλακή.” Έχουμε λοιπόν την τέχνη που ακολουθεί ή συμπορεύεται και εκείνη που προηγείται. Όταν η τέχνη επαναστατεί εν εαυτή και δε μετατρέπεται σε δεκανίκι επαναστατικών κινημάτων εκτός της, μπορεί να είναι πράγματι πρωτοπόρα αν και το τι αποτελεί αληθινή πρωτοπορία είναι επίσης συζητήσιμο. Κατά μία έννοια το αληθινό, το ειλικρινές έργο τέχνης συνδέει τις ποιότητες της μοναδικότητάς του με εκείνες μιας γνήσιας πρωτοπορίας ακριβώς από τη στιγμή της συνειδητής παραίτησής του δημιουργού του από την τελευταία. Και ή θα πρέπει να δεχτούμε πως η ποιοτική τέχνη είναι πάντα πρωτοποριακή ή πως μπορεί κάλλιστα να επιτελεί το έργο της και όταν δεν πρωτοπορεί.

Όμως όσο πρωτοποριακό κι αν είναι το έργο, όσο τολμηρά κι αν εκφράζει τα αιτήματα μιας εποχής άλλοτε εμπνέοντας κι άλλοτε υποστηρίζοντάς τα, η αξία του ως πρακτικού εργαλείου κοινωνικής ανατροπής (έστω και μικρής) είναι περιορισμένη. Άρα στο βαθμό που ο καλλιτέχνης είναι διανοούμενος δεν μπορεί να αρκεστεί σε μια κοινωνική παρέμβαση μέσω του συγκεκριμένου μόνο εργαλείου αλλά στρέφει τη σκέψη του με αμεσότερο τρόπο στο πεδίο του κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού και κάποτε της πρακτικής δράσης. Σκέψη που μας επαναφέρει στα πολιτικά αιτήματα του καιρού μας. Που είναι το αίτημα για πραγματική δημοκρατία, για συμμετοχή του πολίτη στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και στον έλεγχο της διοίκησης και πάσης εξουσίας, το αίτημα για περιορισμό της αντιπροσώπευσης και για ανακλητότητα των εκλεγμένων οργάνων, το αίτημα για απαλλαγή από την πνευματική ομηρία στην οποία οδηγεί η κοινωνική ανελευθερία των μηχανισμών χειραγώγησης και της ελλιπούς παιδείας, το αίτημα για δικαιοσύνη και ισότητα, το αίτημα για ίσες ευκαιρίες εργασίας και για πλήρη και καθολική κοινωνική προστασία, για προστασία του περιβάλλοντος, για μια αποτελεσματική οικολογική πολιτική, το αίτημα για περισσότερη ασφάλεια και ελευθερία. Το ότι πολλά από τα παραπάνω ανικανοποίητα αιτήματα φαντάζουν ήδη φθαρμένα λόγω μιας μονότονα επανερχόμενης συνθηματολογικής εκφοράς δεν οφείλεται στον ουτοπικό τους χαρακτήρα αλλά ακριβώς στη διαρκή επαναφορά τους που είναι απόδειξη τόσο της κοινωνικής τους ισχύος όσο και της αποτυχίας του παρόντος συστήματος να τα ικανοποιήσει , απόδειξη εξάλλου και των περιορισμένων δυνατοτήτων για αποτελεσματική πολιτική δράση που αυτό το σύστημα αφήνει. Αν πιστεύουμε ότι τα παραπάνω αποτελούν πράγματι ικανοποιήσιμα αιτήματα τότε είναι φανερό ότι πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε για μια νέα οργάνωση της κοινωνίας, για μια νέα μορφή δημοκρατίας και πρέπει να το κάνουμε τώρα. Αν δεχτούμε ότι αποτελούν απλώς μια τοπογραφία του ανέφικτου τότε ας περιοριστούμε στις μουσικές που θα ταίριαζαν σε έναν τέτοιο «ου-τόπο». Ή ακόμα χειρότερα, σε αυτές που ταιριάζουν στον δικό μας.

------------------------

[1] Φωτόπουλος, Τάκης, Εισαγωγή. In: Περιεκτική Δημοκρατία [on line] [πρόσβ. 30/9/07] http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/grbookstid/introduction.htm

[2] Φωτόπουλος, Τάκης, Κεφ 1: Η Οικονομία της Αγοράς και η Διαδικασία Αγοραιοποίησης. In: Περιεκτική Δημοκρατία [on line] [πρόσβ. 30/9/07] http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbookstid/ch1.htm

[3] Polanyi, Karl, The Great Transformation, σελ. 57. Αναφ. Φωτόπουλος, Τάκης, Περιεκτική Δημοκρατία [on line] [πρόσβ. 30/9/07] http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/grbookstid/ch1.htm#_edn1

[4] Συνέντευξη Καστοριάδη στον Γιώργο Χατζηβασίλη, στην εφημερίδα του Σίδνεϋ O Κόσμος 23/8/91 [on line] [πρόσβ. 1/10/07] http://www.costis.org/x/castoriadis/thema_gr3.htm

[5] Μπόρχες, Χόρχε Λουίς, κεφάλαιο Tlön, Uqbar, Orbis, Tertius, βιβλίο Μυθοπλασίες (1944) In: Άπαντα Πεζά. Μετάφραση Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2005, σελ. 103-157.

[6] Λοϊζίδη Νίκη, Πρωτοπορίες: στρατηγικές και αδιέξοδα, περιοδικό Επτά Ημέρες της εφημερίδας Η Καθημερινή, 9/1/05